κρίνω

κρίνω
(AM κρίνω, Μ και κρινίσκω)
1. νομίζω, θεωρώ, φρονώ (α. «έκρινε ότι δεν έχουμε δίκιο» β. «κρίνω σε νικᾱν», Αισχύλ.)
2. σχηματίζω γνώμη (α. «μην κρίνεις τους ανθρώπους από την εμφάνιση» β. «εξ ιδίων κρίνει τα αλλότρια» γ. «ἄκουσον και κρῑνον», Αριστοφ.
3. βγάζω διαιτητική ή δικαστική απόφαση, αποφαίνομαι (α. «το συμβούλιο έκρινε αναγκαία την αναβολή...» β. «το δικαστήριο έκρινε αθώα την κατηγορουμένη» γ. «κρίνουσι βοῆ καὶ οὐ ψήφῳ», Θουκ.)
4. επιδρώ αποφασιστικά, παίζω πρωτεύοντα ρόλο ή συντελώ στην τροπή ή έκβαση ενός πράγματος (α. «η συμμετοχή του στον αγώνα θα κρίνει το αποτέλεσμα» β. «στη συνάντηση αυτή κρίνεται το μέλλον του» γ. «πότμος δὲ κρίνει συγγενὴς ἔργων περὶ πάντων», Πίνδ.)
5. επιπλήττω, κατακρίνω (α. «οτιδήποτε και να κάνει, τήν κρίνει συνεχώς» β. «μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε», ΚΔ
νεοελλ.
1. διατυπώνω μια γνώμη ή μια κρίση γραπτά ή προφορικά για κάποιον ή για κάτι (α. «η επιτροπή έκρινε την εργασία του με μεγάλη αυστηρότητα» β. «ποτέ δεν κρίνει αμερόληπτα»)
2. βασανίζω, παιδεύω («μετάστρεψε το λογισμόν ετούτο που σε κρίνει», Ερωτόκρ.)
νεοελλ.-μσν.
λέω σε κάποιον κάτι, συζητώ, μιλώ («να σού κρίνω δυο λόγια»)
μσν.
φρ. «κρίνω εις άλήθειαν» ή «κρίνω τὴν ἀλήθειαν» ή «κρίνω τὸ δίκαιον» — αποδίδω δικαιοσύνη
μσν.-αρχ.
1. δικάζω, ανακρίνω (α. «όταν μὲν εἰς τὰ πράγματ' ἀποβλέψητε φαύλως ἔχοντα, τοὺς ἐφεστηκότας κρίνετε», Δημοσθ.
β. «κρῑναι ζῶντας καὶ νεκρούς», ΚΔ)
2. προτιμώ, προκρίνω (α. «κρίνω δ' ἄφθονον ὄλβον», Αισχύλ.
β. τὴν δ' ἐλπίδ' οὐ χρὴ τῆς τύχης κρίνειν πάρος», Σοφ.)
3. ερμηνεύω, εξηγώ (α. «ἐκάλεε τοὺς αὐτοὺς τῶν μάγων οἱ τὸ ἐνύπνιόν οἱ ταύτῃ ἔκριναν», Ηρόδ.
β. «ὁ γέρων ἐκρίνατ' ὀνείρους», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. χωρίζω, ξεδιαλέγω, διακρίνω (α. «κρῑν ἄνδρας κατά φῡλα, κατὰ φρήτρας», Ομ. Ιλ.
β. «τὸ κρίνειν τὸ ἀληθές τε καὶ μή», Πλάτ.)
2. εκλέγω, διαλέγω («κρίνας τ' ἀνὰ δῆμον ἀρίστους», Ομ. Οδ.)
3. μέσ. κρίνομαι
α) συναγωνίζομαι, αμιλλώμαι («μνηστῆρσι καὶ ἡμῑν... μένος κρίνηται Ἄρηος», Ομ. Οδ.)
β) φιλονικώ, μάχομαι («κρινομένων δὲ περὶ ἀρετῆς», Ηρόδ.)
4. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κεκριμένος, -η, -ον
ισχυρός («κεκριμένον οὖρον» — ισχυρό άνεμο, Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κρι-ν-yo εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα *(s)kri- τής ΙΕ ρίζας *(s)keri- «κόβω, χωρίζω» και έρρινο πρόσφυμα -n- (κρι-ν-, πρβλ. κλί-ν-ω) και συνδέεται με λατ. cerno «διακρίνω, χωρίζω» και το κελτ.-ουαλ. go-grynu «κοσκινίζω» (η ίδια σημ. απαντά στο λατ. cribrum «κόσκινο» και στους τ. κρίμνον, κρησέρα). Το ρηματ. επίθ. αντιστοιχεί ακριβώς με λατ. certus «βέβαιος, οριστικός», ενώ το ē που απαντά στο λατ. excrementum «έκκριση» εμφανίζεται πιθ. και στον τ. κρησέρα. Η λ. με τη σημ. «δικάζω» χρησιμοποιήθηκε ως δικανικός όρος τής αρχ. (πρβλ. δικάζω), ενώ η λ. σήμερα χρησιμοποιείται κυρίως με τη σημ. «ασκώ κριτική, αποφασίζω». Ο τ. κρινίσκω εμφανίζει επίθημα -ίσκω, που απαντά και σε άλλους διαλεκτικούς ενεστωτικούς τ. Το θ. τού ρηματ. επιθ. κριτός εμφανίζεται σε πολλά ανθρωπωνύμια (πρβλ. Κριτίας, Κρίτυλλα, Κρίτων και τα σύνθ. Κριτόδουλος, Δημόκριτος, Πολύκριτος).
ΠΑΡ. κρίμα, κρίση(-ις), κριτής
αρχ.
κριντήρ, κριτήρ, κριτός
νεοελλ.
κρίτρο.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) ανακρίνω, ανταποκρίνομαι, διακρίνω, εγκρίνω, εκκρίνω, επικρίνω, κατακρίνω, προανακρίνω, προκρίνω, συγκρίνω, υπερεκκρίνω, υποκρίνομαι
αρχ.
αντεκκρίνω, αντικρίνω, αντιπροσκρίνω, αντισυγκρίνω, αποδιακρίνω, αποκρίνω, εισκρίνω, εκπροκρίνω, επιδιακρίνω, κατασυλκρίνω, μετασυλκρίνω, παρακρίνω, παρεισκρίνω, παρεπικρίνω, προδιακρίνω, προεκκρίνω, προεπικρίνω, προκατακρίνω, προσανακρίνω, προσδιακρίνω, προσεισκρίνω, προσεπικρίνω, προσεπισυγκρίνω, προσκρίνω, συνανακρίνω, συνδιακρίνω, συνεισκρίνω, συνεκκρίνω, συνεπικρίνω, υπεκκρίνω, υπερκρίνω, υποδιακρίνω, υποκρίνω
νεοελλ.
αδικοκρίνω, αντεπικρίνω, απεκκρίνω, αποκρίνομαι, καλοκρίνω, λογοκρίνω, ξεδιακρίνω, ξεκρίνω, προεγκρίνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Κρινῶ — Κρινώ fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) Κρινώ fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρίνω — κρίνω, έκρινα βλ. πίν. 172 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • Κρινώ — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρίνω — κρίνον white lily neut nom/voc/acc dual κρίνον white lily neut gen sg (doric aeolic) κρί̱νω , κρίνω separate aor subj act 1st sg κρί̱νω , κρίνω separate pres subj act 1st sg κρί̱νω , κρίνω separate pres ind act 1st sg κρί̱νω , κρίνω separate aor… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρινῶ — κρῐνῶ , κρίνω separate aor subj pass 1st sg (attic epic doric) κρῐνῶ , κρίνω separate fut ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρίνω — έκρινα, κρίθηκα, κριμένος 1. σχηματίζω γνώμη, νομίζω, φρονώ: Έκρινα ότι η ενέργεια αυτή ήταν σωστή. 2. εκφέρω κρίση ως δικαστής, βγάζω απόφαση: Το δικαστήριο τον έκρινε αθώο. 3. διατυπώνω γνώμη για κάτι: Το έργο του κρίθηκε ευνοϊκά. 4. δίνω… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κρίνῳ — κρίνον white lily neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρῖνον — κρίνω separate aor imperat act 2nd sg κρίνω separate pres part act masc voc sg κρίνω separate pres part act neut nom/voc/acc sg κρίνω separate imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) κρίνω separate imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεκριμένα — κρίνω separate perf part mp neut nom/voc/acc pl κεκριμένᾱ , κρίνω separate perf part mp fem nom/voc/acc dual κεκριμένᾱ , κρίνω separate perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρῖνε — κρίνω separate pres imperat act 2nd sg κρίνω separate aor ind act 3rd sg (homeric ionic) κρίνω separate imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”